καταβαρύνω — και καταβαραίνω καταβάρυνα και καταβάραινα 1. επιβαρύνω κάποιον πολύ: Η κυβέρνηση καταβάρυνε το λαό με φορολογίες. 2. γίνομαι πολύ δυσκίνητος, παραβαραίνω, πάω στο χειρότερο: Μέρα με τη μέρα καταβαραίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβαραίνω — καταβαρύνω* … Dictionary of Greek
καταβαρυνθέντα — καταβαρύνω aor part pass neut nom/voc/acc pl καταβαρύνω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρῦνον — καταβαρύνω pres part act masc voc sg καταβαρύνω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρυνθείη — καταβαρύνω aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρυνθῇ — καταβαρύνω aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρυνθέντος — καταβαρύνω aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρυνθῶμεν — καταβαρύνω aor subj pass 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρύνῃ — καταβαρύ̱νῃ , καταβαρύνω aor subj mid 2nd sg καταβαρύ̱νῃ , καταβαρύνω aor subj act 3rd sg καταβαρύ̱νῃ , καταβαρύνω pres subj mp 2nd sg καταβαρύ̱νῃ , καταβαρύνω pres ind mp 2nd sg καταβαρύ̱νῃ , καταβαρύνω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαρύνει — καταβαρύ̱νει , καταβαρύνω aor subj act 3rd sg (epic) καταβαρύ̱νει , καταβαρύνω pres ind mp 2nd sg καταβαρύ̱νει , καταβαρύνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)